- κρουσταλλιάζω
- κρουστάλλιασα, κρουσταλλιασμένος1. γίνομαι κρούσταλλο, παγώνω.2. φρ., «Kρουστάλλιασαν τα χέρια μου», πάγωσαν τα χέρια μου τόσο πολύ, ώστε μου φαίνονται σαν να έχουν γίνει κρύσταλλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.